Αμυκλαίος

Αμυκλαίος
(5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος καλλιτέχνης, που αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία. Κατασκεύασε μαζί με τους Δίυλλο και Χίονι χάλκινο σύμπλεγμα του Ηρακλή και του Απόλλωνα σε αντιμέτωπη στάση, επειδή και οι δύο διεκδικούσαν τον δελφικό τρίποδα. Τον Ηρακλή συγκρατούσε η Αθηνά και τον Απόλλωνα η Λητώ και η Άρτεμις. Το σύμπλεγμα αυτό είχε τοποθετηθεί στους Δελφούς από τους Φωκαείς, σε ανάμνηση της νίκης τους επί των Θεσσαλών.
* * *
Ἀμυκλαῑος, -α, -ον και Ἀμυκλαεύς, ο (Α) [Ἀμύκλαι]
1. αυτός που ανήκει στις Αμυκλές ή προέρχεται από εκεί
2. αυτός που κατοικεί στις Αμυκλές ή κατάγεται από εκεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀμυκλαῖος — Amyclean masc nom sg Ἀμυκλαῖος Amyclean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαῖοι — Ἀμυκλαῖος Amyclean masc nom/voc pl Ἀμυκλαῖος Amyclean masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίους — Ἀμυκλαῖος Amyclean masc acc pl Ἀμυκλαῖος Amyclean masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίαις — Ἀμυκλαῖος Amyclean fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίης — Ἀμυκλαῖος Amyclean fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίῃσι — Ἀμυκλαῖος Amyclean fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαῖον — neut nom/voc/acc sg Ἀμυκλαῖος Amyclean masc acc sg Ἀμυκλαῖος Amyclean neut nom/voc/acc sg Ἀμυκλαῖος Amyclean masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίων — Ἀμυκλαί̱ων , Ἀμυκλαῖον neut gen pl Ἀμυκλαῖος Amyclean fem gen pl Ἀμυκλαῖος Amyclean masc/neut gen pl Ἀμυκλαῖος Amyclean masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαία — Ἀμυκλαίᾱ , Ἀμυκλαῖος Amyclean fem nom/voc/acc dual Ἀμυκλαίᾱ , Ἀμυκλαῖος Amyclean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυκλαίοιο — Ἀμυκλαί̱οιο , Ἀμυκλαῖον neut gen sg (epic) Ἀμυκλαῖος Amyclean masc/neut gen sg (epic) Ἀμυκλαῖος Amyclean masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”